- ένστημα
- ἔνστημα, το (Α) [ενίστημι]1. ένσταση, αντίρρηση2. αντίδραση, αντίσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔνστημα — objection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστήματα — ἔνστημα objection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστήματος — ἔνστημα objection neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσένστημα — ήματος, τὸ, Α αντίσταση, αντίρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔνστημα «ένσταση, αντίσταση, αντίρρηση»] … Dictionary of Greek